φραστηρ

φραστηρ
    φραστήρ
    -ῆρος ὅ
    1) дающий указания, указчик Xen., Plut.
    

φ. ὁδῶν Xen. — провожатый, проводник

    2) (sc. ὀδούς) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. φράτηρ См. φρατηρ)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φραστηρ" в других словарях:

  • φραστήρ — teller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι 2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» οδηγός β) «φραστῆρες ὀδόντες» τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

  • φραστῆρα — φραστήρ teller masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστῆρας — φραστήρ teller masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστῆρες — φραστήρ teller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστήρων — φραστήρ teller masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφραστήρ — ῆρος, ὁ, Α ὑποφήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φραστήρ «αυτός που εκφράζει, που ερμηνεύει», (< φράζω)] …   Dictionary of Greek

  • φράστης — ὁ, Α [φράζω (Ι)] φραστήρ* …   Dictionary of Greek

  • φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»